- κατακαγχάζω
- κατακαγχάζω (Α)χλευάζω κάποιον με καγχασμό ή με δυνατό γέλιο, γελώ μεγαλόφωνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακαγχάζειν — κατακαγχάζω laugh aloud at pres inf act (attic epic) κατακαγχάζω laugh aloud at pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακαγχάσαντες — κατακαγχάζω laugh aloud at aor part act masc nom/voc pl κατακαγχάζω laugh aloud at aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)